προέρχεσθαι

προέρχεσθαι
προέρχεσθαι , προέρχομαι
go forward
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προέρχομαι — ΝΜΑ έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.) μσν …   Dictionary of Greek

  • προτολμίζεσθαι — Α (κατά το λεξ. Σούδ.) «προέρχεσθαι» …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ХИЛА — [греч. ᾿Ιωάννης Χειλᾶς] († после 1303, К поль), митр. Эфесский (1285 лето 1289), визант. богослов, писатель. Выходец из чиновничьей семьи; имел 2 братьев, один из которых, Константин, носил высокий придворный титул пансеваста (PLP, N 30766). И. Х …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”